È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ Â ÈÌ ÏÂÈ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ( ÈÌ ÏÂÈ )



Σχετικά έγγραφα
Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Μουσειολογία και Εκπαίδευση Ενότητα 3η: Επιστημονική Μουσειολογία και Μουσεία ΦΕΤ

Î È appleúô Ï Ì Ù ÓÙ ÍË 36

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

ISBN K ıâ ÁÓ ÛÈÔ ÓÙ Ù appleô appleôáú ÊÂÙ È applefi ÙÔÓ Û ÁÁÚ Ê Â ÙÂÚË Î ÔÛË 1993

Μουσειολογία φυσικών επιστημών Ενότητα 2 η : Στοιχεία έκθεσης και ερμηνείας των μουσείων ΦΕΤ

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

Eκπαίδευση Εκπαιδευτών Ενηλίκων & Δία Βίου Μάθηση

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Οδηγίες για την Πιλοτική Εφαρμογή των μαθημάτων και των Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο

Εκπαιδευτική Τεχνολογία και Θεωρίες Μάθησης

Κοινωνικοπολιτισμικές. Θεωρίες Μάθησης. & Εκπαιδευτικό Λογισμικό

Οδηγίες για την Πιλοτική Εφαρμογή των μαθημάτων και των Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο

3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΟΙ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - ΤΡΟΠΟΣ EΝΤΑΞΗΣ

«Παιδαγωγική προσέγγιση της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού μέσω τηλεκπαίδευσης (e-learning)»

Καινοτομία και Επιχειρήσεις

º πo 2: À ª π Ã πƒπ OπO π π ª ƒπø

À π. apple Ú Â ÁÌ Ù. π À Ã ª ªπ À À À. ÂÚ ÛÙÈÔ ÙÔ fiêâïô ÙˆÓ appleúôóôèòó ÙË

Ελένη Μοσχοβάκη Σχολική Σύμβουλος 47ης Περιφέρειας Π.Α.

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

Παιδαγωγικές δραστηριότητες μοντελοποίησης με χρήση ανοικτών υπολογιστικών περιβαλλόντων

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΜΟΡΦΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Μουσειολογία φυσικών επιστημών

È ÛÎ Ï ÙË ÏÏËÓÈÎ ÏÒÛÛ (ˆ appleúòùë /ÌËÙÚÈÎ, Â ÙÂÚË /Í ÓË )

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Πίνακες και ερµάρια. διανοµής. ƒ Plexo 3 στεγανοί πίνακες από 2 έως 72 στοιχεία (σ. 59) Practibox χωνευτοί πίνακες από 6 έως 36 τοιχεία (σ.

Τίτλος Μαθήματος: Σχεδιασμός εκπαιδευτικών δράσεων για μουσεία

«Ο εκπαιδευτικός και κοινωνικός ρόλος του μουσείου. Το έργο του Ελληνικού Παιδικού Μουσείου»

Η ανάπτυξη της Εποικοδομητικής Πρότασης για τη διδασκαλία και τη μάθηση του μαθήματος της Χημείας. Άννα Κουκά

Αρχαία Ελληνική Επιστήμη και Τεχνολογία

Τμήμα: Προσχολικής & Πρωτοβάθμιας Φωκίδας. Φορέας ιεξαγωγής: ΠΕΚ Λαμίας Συντονιστής: ημητρακάκης Κωνσταντίνος Τηλέφωνο:

Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και

Τα Διδακτικά Σενάρια και οι Προδιαγραφές τους. του Σταύρου Κοκκαλίδη. Μαθηματικού

Ακαδημαϊκή Πιστοποίηση Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών (ΠΠΣ) ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΕΩΝ

ΑΡΧΕΣ ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ

Τσικολάτας Α. (2012) Μουσεία και προσβασιμότητα: ανάδειξη και αξιοποίηση της διαφοράς. Αθήνα

Το μουσείο ζωντανεύει με ταξίδι σχολικό! Σχέδια εργασίας σχολείων-μουσείων σχολικού έτους ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ ποδράσηη

Βασικές αρχές σχεδιασμού και οργάνωσης Βιωματικών Δράσεων στο Γυμνάσιο. Δρ. Απόστολος Ντάνης Σχολικός Σύμβουλος Φ.Α.

Εφαρμογές Αnimation στη Διδακτική Ξένων Γλωσσών. Περιεχόμενο Προγράμματος

ΑΙΤΗΣΗ π ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ π ΑΣΤΙΚΗΣ π ΕΥΘΥΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΡΙΤΟΥΣ π

Παιδί και Ιστορικά Αρχεία: Προβληματισμοί, Μεθοδολογία, Μελέτη περίπτωσης. Λεωνίδας Κ. Πλατανιώτης Εκπαιδευτικός ΠΕ 02 (Φιλόλογος)

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

(ON THE JOB TRAINING) ΟΡΓΑΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗ «ΚΑΤΑ ΤΗ ΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ» ΕΠΙΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΧΩΡΩΝ /

Άτυπες πηγές μάθησης. Μέρος 2 ο : Μελέτη και αξιοποίησή τους από την τυπική εκπαίδευση. Κ. Χαλκιά Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον Αθηνών

Μια εισαγωγή στην έννοια της βιωματικής μάθησης Θεωρητικό πλαίσιο. Κασιμάτη Κατερίνα Αναπληρώτρια Καθηγήτρια ΑΣΠΑΙΤΕ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Α ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Β ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ Γ µε Η/Υ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ µε Η/Υ

ÚÔÎ Ù ÔÏ Î È ÌË Î ÎÏÔÊÔÚÔ ÓÙ ÛÙÔÈ Â applefi Î Ù ÛÎÂ ÓÔÏÔ , , , ,00 ÓÔÏÔ ÌË Î ÎÏÔÊÔÚÔ ÓÙˆÓ ,

Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η Βιβλιοθήκη του ΕΜΣΤ και η ψηφιοποίηση των συλλογών των έργων τέχνης και των αρχείων του Μουσείου

ΠΕ60/70, ΠΕ02, ΠΕ03, ΠΕ04)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ

1. Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών στην εκπαιδευτική διαδικασία

Τύπος Εκφώνηση Απαντήσεις

Δείκτης Αξιολόγησης 5.2: Ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων δράσης για τη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου

Η σχέση Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Επιστημών με την Εκπαίδευση στις Φυσικές Επιστήμες Κωνσταντίνα Στεφανίδου, PhD

Διαδραστικός πίνακας και φιλολογικά μαθήματα. Επιμέλεια: Νότα Σεφερλή

1. Γένεση, καταβολές καιεξέλιξητηςπε

ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Έννοιες Φυσικών Επιστημών Ι

Εκπαιδευτική Διαδικασία και Μάθηση στο Νηπιαγωγείο Ενότητα 2: Μάθηση & διδασκαλία στην προσχολική εκπαίδευση: βασικές αρχές

ΑΡΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Φυσικός, M.Ed. Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας

ΔΕΠΠΣ. ΔΕΠΠΣ και ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ

Σεμιναριακό Εργαστήριο

Δράση 9.10 Υπηρεσία Υποστήριξης Τελικών Χρηστών των Βιβλιοθηκών και Κέντρων Πληροφόρησης

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Η/Υ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή

14 Δυσκολίες μάθησης για την ανάπτυξη των παιδιών, αλλά και της εκπαιδευτικής πραγματικότητας. Έχουν προταθεί διάφορες θεωρίες και αιτιολογίες για τις

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

'A Ï apple ÁÈ ÛÙÔÈ Â ÔÈapple Ï 0,01 0,01 ÓÔÏÔ 0,01 0,01 ÓÔÏÔ ÌË Î ÎÏÔÊÔÚÔ ÓÙˆÓ , ,72

Πειραματικό εργαστήρι στη βιωματική μάθηση και στη σχολική θρησκευτική αγωγή

Η. Εκπαιδευτική δραστηριότητα: Ελληνικό Τραπεζικό Ινστιτούτο (ΕΤΙ)

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

Έστω λοιπόν ότι το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι. Ας δούμε τι συνεπάγεται το κάθε. πριν από λίγο

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ 18 ΜΑΪΟΥ 2015) ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

6. Aπόκριες 7. Πάσχα

15064/15 ΘΚ/νκ 1 DG C 1

Τι ήταν η αρχαία Δίολκος; Τι είναι ο Ισθμός; Που, πότε και γιατί γεννήθηκε η ιδέα διάνοιξης της διώρυγας της Κορίνθου και πότε τελικά εφαρμόστηκε; Ξετ

Βιωματικές δράσεις: Επιμορφωτικό Εργαστήρι Εκπαιδευτικών

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Μουσεία για παιδιά και διαδραστικά εκθέματα. Μελέτη περίπτωσης: Μουσείο Συναισθημάτων Παιδικής Ηλικίας.

Μοντέλα Εκπαίδευσης με σκοπό τη Διδασκαλία με χρήση Ψηφιακών Τεχνολογιών

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική

ÓfiÙËÙ 1. ÚÈıÌÔ Î È appleú ÍÂÈ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ Μ. Εργαζάκη Μ ά θ η μ α 1: «Ε ι σ α γ ω γ ή»

ø Ó ÒÛÂÙÂ π Δƒ ÛÙÔ apple ÏÏ ÏÔ Û 24 πª ª Δ Δπ π Δ ø Δ ƒ ø π Δ Δ Δ Ãøƒ ƒ π ANNE BRUCE

Η σχέση και η αλληλεπίδραση της ΚΔΒΚ με τους επιστημονικούς φορείς της περιοχής

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

Αξιοποίηση κοινωνικών δικτύων στην εκπαίδευση Αλέξης Χαραλαμπίδης Γραφικές Τέχνες / Πολυμέσα Ενότητα Ιανουαρίου 2015

È ÛÎ Ï ÙË ÏÏËÓÈÎ ÏÒÛÛ (ˆ appleúòùë /ÌËÙÚÈÎ, Â ÙÂÚË /Í ÓË )

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org


Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Εικαστικής Αγωγής στη Δημοτική Πινακοθήκη Πάφου. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Διεύθυνση Δημοτικής Εκπαίδευσης

Απογευματινή Επιμορφωτική Συνάντηση με τους εκπαιδευτικούς των Γυμνασίων της Γενικής Παιδαγωγικής ευθύνης

Κάθε επιλογή, κάθε ενέργεια ή εκδήλωση του νηπιαγωγού κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι σε άμεση συνάρτηση με τις προσδοκίες, που

Transcript:

ÂÏ 1 μ ÛÈÎ fiıÂÛË ÂÚÁ Û ÙÔ Û ÓÔÏÈÎÔ ÂÁ ÂÈÚ Ì ÙÔ ÔÙÂÏÂ Ë ÓÙ ÏË Ë fiÙÈ Ë Ó Û ÁÎÚfiÙËÛË ÙˆÓ Ú ÎÙÈÎÒÓ Ô Â Ó È ÂÓÛˆÌ ÙˆÌ Ó ÛÙ È ÁˆÁÈÎ Ì Û, ÙÈ ÂÎ È Â ÙÈÎ È ÈÎ Û Â Î È Ù Î ÓÔÓÈÛÙÈΠΠÌÂÓ ÚÔ Ôı ÙÂÈ ÙËÓ ÚÍË ÌÈ ıâˆúëùèî ıâìâïèˆì ÓË Î È ÂÌ ÂÈÚÈÎ Â ÂÍÂÚÁ ÛÌ ÓË «ÁÏÒÛÛ ÂÚÈÁÚ Ê». Û ÛÙËÌ ÙÈÎ ÂÚÈÁÚ Ê ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ Ú ÎÙÈÎÒÓ, Ô Ë ÁÏÒÛÛ Ù Â ÈÙÚ ÂÈ, Ú ÂÈ ÙË Ó ÙfiÙËÙ ÁÈ ÙËÓ ÔÎ Ï Ë ÙˆÓ ÂÛˆÙÂÚÈÎÒÓ ÓÙÈÊ ÛÂˆÓ Î È Ô ÂÈÎÓ ÂÈ Ù ÛËÌ ÓËÙÈÎÒÓ ÚÂÌ ÛÂˆÓ ÛÙÔ Â Â Ô ÙË ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ, ÚÔ ÙËÓ Î Ù ı ÓÛË ÔÙÂÏÂÛÌ ÙÈÎÒÓ Î È ÈÔ Î ÈˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ È ıâù ÛˆÓ. μ Û ÏË Ô Ï Â Ó È ıëáëù È ÁˆÁÈÎ ÛÙÔ ΔÌ Ì ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ Î È ÂÓÈÎfi Ú ÌÌ Ù ÙÔ À Ô ÚÁÂ Ô È Â, È μ Ô ª ıëûë Î È ÚËÛÎÂ Ì ÙˆÓ. fi ÙÈ ÂÎ fiÛÂÈ ªÂÙ ÌÈÔ Î ÎÏÔÊÔÚÔ Ó Â ÛË Ô Û ÏÏÔÁÈÎÔ ÙfiÌÔÈ ÛÙÔ Ô Ô Ô Û ÌÌÂÙ Â: Δ Î ÌÂÓ ÙË Δ ÓÔ- ÈÛÙ ÌË ÛÙÔÓ ËÌfiÛÈÔ ÒÚÔ (2002), ΔÔ Ú ÁÌ ÙÈÎfi Î È ÙÔ ÎÂÎÙËÌ ÓÔ. ΔÔ Ó ÈÛÙ ÌÈÔ Û ÌÂÙ ÛË (2006). ÕÓÓ ΔÛ ÙÛ ÚÒÓË Â Ó È ıëá ÙÚÈ ÛÙÔ ΔÌ Ì ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ. ΔÔ ÂÚ ÓËÙÈÎfi ÙË ÚÁÔ ÂÓÙ ÛÛÂÙ È ÛÙËÓ ÎÔÈÓˆÓÈÔÏÔÁ ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ ÁÓÒÛˆÓ. ΔÔ Û ÁÁÚ ÊÈÎfi ÙË ÚÁÔ ÂÚÈÏ Ì ÓÂÈ ÂÚÈÛÛfiÙÂÚ fi 80 ËÌÔÛÈ ÛÂÈ, ÔÈ 44 ÂÎ ÙˆÓ Ô Ô ˆÓ ÈÂıÓÂ. ISBN 978-960-455-993-0 μ. ø. ª Ã/ π Δ ª Δ ø KOINø π π πδπ Δ π À 4993 μ π À, Δ Δ ƒø  ÈÌ ÏÂÈ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ΔÔ È Ï Ô Ùfi, ÚÔ fiÓ Ì ÎÚfi ÚÔÓË ÂÚ ÓËÙÈÎ Ú ÛÙËÚÈfiÙËÙ ÙË ªÔÓ ŒÚÂ Ó Î È ΔÂÎÌËÚ ˆÛË ÁÈ ÙËÓ Ó Ï ÛË, ÙÔÓ Â È ÛÌfi Î È ÙËÓ Ê ÚÌÔÁ Î È Â ÙÈÎÒÓ ÚÔÁÚ ÌÌ ÙˆÓ ÙÔ ΔÌ Ì ÙÔ ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ, Ó Ï ÂÈ ÙÈ Ú ÎÙÈÎ, Û ٠ÈÎÔ Î È ÌË Ù ÈÎÔ ÂÎ È Â ÙÈÎÔ ıâûìô, ÔÈ Ô Ô Â ÂÓÛˆÌ ÙÒÓÔ Ó È ÁˆÁÈÎÔ ÏfiÁÔ Î È Î Ù Û Ó ÂÈ ÚÔ ÏÏÔ Ó Û ÁÎÂÎÚÈÌ Ó ÌÔÚÊ È ÁˆÁÈÎ Ù ÙfiÙËÙ. ΔÔ È Ï Ô ÚÙ ÂÙ È fi ÍÈ ÎÂÊ Ï È ÌÂ Ó ÊÔÚ Û ٠ÛÛÂÚ ÛÈÎ Â ÂÌ ÂÈÚÈÎ ÈÂÚ ÓËÛË : ÛÙÔ Û ÔÏ Ô, Ù È ÎÙÈÎ È Ï, ÙÔ ÌÔ ÛÂ Ô Î È ÙËÓ Ú ÈÎ ÂÎ Â ÛË ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ. È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ 13:46 ( ÈÌ ÏÂÈ ) 01-04-11 μ π À Δ Δ ƒø 1224_010KP_cover È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ

Πeριεχομενα Βασιλησ Κουλαϊδησ & αννα ΤσαΤσαρωνη Εισαγωγη.............................................. 9 1. αννα ΤσαΤσαρωνη & Βασιλησ Κουλαϊδησ Παιδαγωγικός λόγος και παιδαγωγική πρακτική: θεωρητικοί όροι, προβληματική και πεδίο εφαρμογής......... 17 2. Βασιλησ Κουλαϊδησ & ΚωσΤασ δημοπουλοσ Παιδαγωγικές πρακτικές στο ελληνικό σχολείο: αναγνώσεις διδακτικών βιβλίων.......................... 51 3. Βασιλησ Κουλαϊδησ & γλυκερια ανυφαντη Παιδαγωγικές πρακτικές στο επιστημονικό μουσείο: έκθεμα και η ανάγνωση του μηνύματος................... 123 4. αντιγονη σαρακινιωτη & αννα ΤσαΤσαρωνη Προγράμματα σπουδών και παιδαγωγικές ταυτότητες στην εκπαίδευση των ελλήνων εκπαιδευτικών: ένα μοντέλο ανάλυσης................................ 179 5. δεσποινα ΤσαΚιρη Κανονιστική ευταξία και παιδαγωγικές πρακτικές στον σχολικό θεσμό.................................. 225 6. Βασιλησ Κουλαϊδησ & αννα ΤσαΤσαρωνη συμπεράσματα και προοπτικές: έρευνα και εκπαιδευτική πολιτική....................... 271 οι συγγραφεισ Του Τομου.............................. 289 ΕυρΕΤηριο........................................... 291

3 Παιδαγωγικες Πρακτικες ςτο επιςτημονικο μουςειο: εκθεμα και η αναγνωςη του μηνυματος Βασιλησ Κουλαϊδησ Και ΓλυΚερια ανυφαντη 1. ειςαγωγh στοχοσ του Κεφαλαιου αυτου ειναι η αναδειξη των παιδαγωγικών πρακτικών που βρίσκονται ενσωματωμένες στον σχεδιασμό, στα δομικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά μιας επιστημονικής έκθεσης. Παρουσιάζεται ένα αναλυτικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να βρει εφαρμογή σε ποικίλα μαθησιακά περιβάλλοντα όπου προβλέπεται η χρήση διαφορετικών εκπαιδευτικών μέσων: στην τυπική εκπαίδευση, όπου χρησιμοποιείται το διδακτικό εγχειρίδιο (βλ. Κεφάλαιο 2), αλλά και σε μη τυπικά μαθησιακά περιβάλλοντα, όπως το επιστημονικό μουσείο, που βασίζεται στη χρήση εκθεμάτων, ενημερωτικού υλικού και ποικίλων άλλων μέσων, με ή χωρίς τη χρήση νέων τεχνολογιών. η σημειωτική προσέγγιση της διάταξης του μουσειακού χώρου, ο εξοπλισμός, τα ερμηνευτικά μέσα που χρησιμοποιούνται και, ειδικότερα, τα ίδια τα εκθέματα αποκαλύπτουν μια πληθώρα «μηνυμάτων». τα μηνύματα αυτά δεν αφορούν μόνο το εκθεσιακό περιεχόμενο, δηλαδή τις επιστημονικές έννοιες και φαινόμενα τα οποία πραγματεύεται το έκθεμα. Πέραν από την «ορατή» ή «προφανή» επικοινωνιακή λειτουργία του εκθέματος, τα μηνύματα, εμπρόθετα ή μη, αφορούν την παιδαγωγική και επικοινωνιακή σχέση που διαμορφώνονται μεταξύ του ιδεατού επισκέπτη και του επιστημονικού μουσείου, αλλά και το είδος της γνώσης που ενσωματώνεται στο επιστημονικό έκθεμα. Μια πιο προσεκτική αναλυτική ματιά αποκαλύπτει πως η γνώση του εκθέματος διαφέρει από την επιστημονική γνώση που παράγεται πρωτογενώς εντός της επιστημονικής κοινότητας, και για την ακρίβεια αποτελεί μετασχηματισμό αυτής με βάση δομικά στοιχεία της καθημερινής/βιωματικής γνώσης. αναδεικνύεται ο «κατασκευασμένος» χαρακτήρας της γνώσης, αλλά και το έκθεμα ως διαμεσολαβητικό στοιχείο με μετασχηματιστικό δυναμικό και κοινωνικές συντεταγμένες. Μέσα από τη μεθοδολογία και τα παραδείγματα εφαρμογών που παρουσιάζονται στο κεφάλαιο αυτό οι επαγγελματίες της εκπαίδευσης θα μπορέσουν να ανιχνεύσουν τις εκπαιδευτικές δυνατότητες τις οποίες ενσωματώνουν τα περιβάλλοντα της μη τυπικής εκπαίδευσης. ενθαρρύνεται μια κριτική, αλλά και συνάμα δημιουργική στάση απέναντι στις δυνητικές παιδαγωγικές πρακτικές και συνθήκες μάθησης. το περιεχόμενο του συγκεκριμένου Κεφαλαίου στοχεύει, τέλος, να τροφοδοτήσει την προβληματική και να υποστηρίξει τις διαδικασίες για τον σχεδιασμό σύγχρονων επιστημονικών εκθεμάτων, κατάλληλου εκπαιδευτικού και λοιπού συνοδευτικού υλικού (φυλλάδια, επιγραφές, σχεδιασμός χώρου και εκθεμάτων κτλ.). το παρόν Κεφάλαιο περιλαμβάνει πέντε βασικά μέρη: στο πρώτο μέρος πραγματοποιείται σύντομη αναφορά στον θεσμό του επιστημονικού μουσείου, όπως διαμορφώθηκε τον 20ό αιώνα, καθώς και στις εκπαιδευτικές και εκλαϊκευτικές λει- 123

124 / ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ: ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ τουργίες του στο επιστημονικό και τεχνολογικό πεδίο. ειδικότερα, παρουσιάζεται η εκπαιδευτική διάσταση και λειτουργία του επιστημονικού μουσείου, ως φορέα μη τυπικής εκπαίδευσης. το μέρος αυτό κρίθηκε αναγκαίο καθώς το επιστημονικό μουσείο, τα μέσα και οι πρακτικές που χρησιμοποιεί αποτελούν μαθησιακό πλαίσιο λιγότερο γνώριμο από ό,τι το σχολείο, όπως και το έκθεμα ως παιδαγωγικό μέσο, σε σχέση με το διδακτικό εγχειρίδιο. τέλος, περιλήφθηκε σύντομη αναφορά στο επιστημονικό μουσείο και το επιστημονικό κέντρο ως διακριτούς τύπους ιδρυμάτων, η οποία εξυπηρετεί τους αναλυτικούς σκοπούς της παρούσας ενότητας. στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το επιστημονικό έκθεμα ως εργαλείο επικοινωνίας και όχημα εκφοράς λόγου, μέσω του οποίου υλοποιούνται οι παιδαγωγικές πρακτικές που εφαρμόζονται στο περιβάλλον του μουσείου. ακολουθεί η παρουσίαση του παιδαγωγικού πλαισίου, από το οποίο αντλούνται στοιχεία για την ανάπτυξη του αναλυτικού εργαλείου, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση των παιδαγωγικών πρακτικών στον χώρο του επιστημονικού μουσείου. στο τρίτο μέρος του Κεφαλαίου παρουσιάζεται το αναλυτικό εργαλείο με βάση τα χαρακτηριστικά του εκθέματος, τα οποία αντιμετωπίζονται ως ενδείκτες των παιδαγωγικών διαστάσεων της ταξινόμησης, τυπικότητας και περιχάραξης (βλ. Κεφάλαια 1 και 2). στο τέταρτο μέρος περιγράφονται παραδείγματα εφαρμογής του αναλυτικού εργαλείου σε επιστημονικά εκθέματα, τα οποία προσαρμόζονται ως τρισδιάστατες αναπαραστάσεις, που συνδυάζουν ποικίλα εκφραστικά στοιχεία για τη δημιουργία του «μηνύματος». τα παραδείγματα εφαρμογής του αναλυτικού πλέγματος προέρχονται από εκθέματα της μόνιμης διαδραστικής Έκθεσης επιστήμης και τεχνολογίας που λειτουργεί σήμερα στο Ίδρυμα ευγενίδου. το πέμπτο και τελευταίο μέρος του Κεφαλαίου περιλαμβάνει συμπεράσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του αναλυτικού εργαλείου, σχόλια για πιθανές επιπτώσεις στη διαμόρφωση της παιδαγωγικής σχέσης εκθέματος-επισκέπτη, καθώς και προτάσεις για την καλύτερη εκπαιδευτική αξιοποίηση των επιστημονικών εκθεμάτων. 2. το επιςτημονικo μουςεiο/κeντρο ως Περιβaλλον μaθηςης: μη τυπικeς μορφeς εκπαiδευςης ο 20ός αιώνας υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστικός για τη διαμόρφωση της σύγχρονης ταυτότητας του επιστημονικού μουσείου. Ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα θεωρείται ότι η κλασική επιστήμη δίνει τη θέση της στη μοντέρνα επιστήμη. τα πράγματα προσεγγίζονται ως οργανισμοί, που απαρτίζονται από επιμέρους στοιχεία, τα οποία διασυνδέονται με εσωτερικές σχέσεις, για να συγκροτήσουν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο. σύμφωνα με τη σαλή (2000), η κατανόηση των πραγμάτων προϋποθέτει «την κατανόηση των πολύπλοκων σχέσεων που διασυνδέουν την ορατή επιφάνεια των πραγμάτων με τις μη ορατές δομές και λειτουργίες» (σαλή, 2000, σελ. 14). διατυπώνονται πλέον φιλοσοφικά ερωτήματα ως προς τη φύση και την ιστορική υπόσταση και εξέλιξη του ανθρώπου και των δημιουργημάτων του (ό.π.). στις αρχές του 20ού αιώνα θεμελιώνονται τα μεγάλα επιστημονικά μουσεία του κόσμου, τα οποία σε γενικές γραμμές παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗμΟΝΙΚΟ μουσειο: ΕΚθΕμΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ μηνυματοσ / 125 δημόσιο χαρακτήρα, στόχευση σε ευρύτερα και μη εξειδικευμένα κοινά, σε αντίθεση με τα μουσεία προηγούμενων περιόδων, υπηρεσίες που συνειδητά επιχειρούν να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού, προβάλλοντας τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής, σαφέστερη εκπαιδευτική στόχευση σε σχέση με το παρελθόν, συγκροτημένη μουσειολογική προσέγγιση του περιεχομένου. τα ήδη υφιστάμενα μουσεία γνωρίζουν μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη: το Μουσείο της ιστορίας της επιστήμης στη φλωρεντία (1924), το Μουσείο της ιστορίας της επιστήμης στην οξφόρδη (ανεγέρθηκε το 1924 και εγκαινιάστηκε επίσημα το 1935), το Γερμανικό Μουσείο στο Μόναχο, το Μουσείο επιστημών στο λονδίνο, το Μουσείο επιστημών και Βιομηχανίας του σικάγου (1933), το Tεχνικό Μουσείο της Βιέννης (1918) κ.ά. τα μουσεία αυτής της περιόδου επιδιώκουν να προσελκύσουν το κοινό και να επιδείξουν τα επιστημονικά επιτεύγματα της εποχής, να αποτελέσουν «ναούς» της επιστήμης (νάκου, 2001). ο τύπος αυτός του επιστημονικού μουσείου βασίζεται στους θεμέλιους λίθους της νεωτερικότητας: την πίστη στην αλήθεια, την πεποίθηση ότι η γνώση απελευθερώνει από την προκατάληψη και την άγνοια, την αξία της παραγωγής πλούτου, την αξία της προόδου. αυτά τα στοιχεία συγκροτούν εκείνο που ο Lyotard αποκαλεί «μεγάλη αφήγηση» της σύγχρονης επιστήμης, η οποία προσδίδει νομιμοποίηση στην επιστημονική γνώση (Newman & Holzman, 1997). Μια βασική αλλαγή που συντελείται περί τα τέλη του μεσοπολέμου είναι η σταδιακή υποχώρηση του ρόλου του μουσείου ως χώρου διάσωσης της ιστορίας της επιστήμης. λίγο πριν από τον Β? Παγκόσμιο πόλεμο τα επιστημονικά μουσεία εισέρχονται στη φάση της λεγόμενης «τρίτης γενιάς» του είδους (Friedman, 1996). Κάποια χαρακτηριστικά που μπορούν να θεωρηθούν κοινά για τα σύγχρονα επιστημονικά μουσεία είναι τα ακόλουθα: εκπαίδευση του γενικού κοινού, ως κύριου στόχου, έμφαση στη σχέση με τον επισκέπτη, άμεση επαφή με το έκθεμα, δημιουργία δραστηριοτήτων προσέγγισης κοινών εκτός μουσείου, υποστήριξη του έργου των εκπαιδευτικών με δημιουργία επιμορφωτικών προγραμμάτων και διάθεση εκπαιδευτικού υλικού. τα επιστημονικά μουσεία τρίτης γενιάς επικεντρώνονται πλέον στην παρουσίαση ιδεών και όχι αντικειμένων (Rennie & McClafferty, 1996). η προσοχή μετατίθεται από το έκθεμα ως ιστορικό αντικείμενο στο φυσικό φαινόμενο το οποίο αναπαριστά, αλλά και στη σχέση του επισκέπτη με αυτό. η στροφή προς τον επισκέπτη συνδυάστηκε με νέες τεχνικές σχεδιασμού, παρουσίασης και ερμηνείας των εκθεμάτων (διοράματα, θεματικές παρουσιάσεις, καθοδηγητικές επιγραφές, κατάλογοι κτλ.) για μεγαλύτερη «αποτελεσματικότητα» του μουσείου (Roberts, 1997). η επικέντρωση στην από απόσταση σχέση του επισκέπτη με τις συλλογές αντικαθίσταται από

126 / ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ: ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ περισσότερο ενεργητικές μεθόδους, που ενθαρρύνουν την άμεση επαφή με τα εκθέματα (handson). τα μουσεία αποκτούν έναν «πειραματικό» χαρακτήρα, επιχειρώντας να καταστήσουν την επιστημονική γνώση οικεία μέσω της αλληλεπίδρασης και της άμεσης εμπειρίας. ο χώρος δραστηριότητας μπορεί να είναι κλασικός εκθεσιακός χώρος, χώρος επιδείξεων και πειραμάτων, χώρος με αλληλεπιδραστικά εκθέματα και δραστηριότητες ή και χώρος που προσομοιάζει με εργαστήριο φυσικών επιστημών (Κολιόπουλος, 2005). το ειδικευμένο προσωπικό παίζει μεγάλο ρόλο στην επικοινωνία μουσείου-επισκέπτη, καθώς δεν ξεναγεί μόνον αλλά αλληλεπιδρά ουσιαστικά με τον επισκέπτη. τη βασική μεταβολή στην προσέγγιση των μουσείων υποδηλώνει η ανάπτυξη νέων εκθέσεων που επιτρέπουν την απτική επαφή με το έκθεμα, όπως το Children s Gallery του Science Museum στο λονδίνο και το γαλλικό Palais de la Decouverte (Palace of Discovery), που εγκαινιάστηκε το 1937 (Scheinfeldt, 2000). στο Deutsches Museum εισάγεται η τεχνική του «πατήματος κουμπιού». σε ένα διόραμα (τρισδιάστατη αναπαράσταση σε σμίκρυνση, με αντικείμενα που «μιμούνται» μια σκηνή του φυσικού, κοινωνικού ή τεχνολογικού κόσμου), ο επισκέπτης πατώντας ένα κουμπί παρατηρεί την αυτόματη εκτέλεση ενός πειράματος ή τις φάσεις της κατασκευής προϊόντων σε μια βιομηχανική μονάδα. η ιδέα της «μάθησης μέσω της πράξης» προήλθε από σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες (Dewey, Piaget, Bruner, Vygotsky κ.ά.) και αξιοποιήθηκε από το επιστημονικό μουσείο στην προσπάθεια να καταστεί η επιστήμη πιο ελκυστική. αντίστοιχες προσπάθειες παρατηρούνται ιδίως μετά τον Β? Παγκόσμιο πόλεμο, περίοδος η οποία συνδέθηκε με αρνητικές για την ανθρωπότητα χρήσεις της επιστημονικής γνώσης, που αμαύρωναν την εικόνα του επιστήμονα. υιοθετώντας προσεγγίσεις της επιστήμης περισσότερο εφαρμοσμένες και «φιλικές» για τον επισκέπτη, επαγγελματίες της επικοινωνίας της επιστήμης, αλλά και επιστήμονες όπως ο φρανκ οπενχάιμερ, ήλπιζαν να υπερβούν την έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στην επιστήμη, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του νέου τύπου επιστημονικών ιδρυμάτων είναι το Μουσείο επιστήμης και Βιομηχανίας (Museum of Science and Industry) στο σικάγο (1933) και το Exploratorium στο σαν φρανσίσκο (1969), το πρώτο σύγχρονο επιστημονικό κέντρο στις ηπα. το καθένα από αυτά παρουσιάζει διαφορετική προσέγγιση: το πρώτο εστιάζεται σε μεγάλα εκθέματα, επικοινωνώντας πληροφορία από τα πεδία της επιστήμης και της τεχνολογίας. το δεύτερο δίνει έμφαση σε μικρότερης κλίμακας εκθέματα, τα οποία ενθαρρύνουν την ανακαλυπτική μάθηση και συνδυάζουν τον πειραματισμό με το παιχνίδι. τα μουσεία αυτής της γενιάς ανήκουν στο είδος επιστημονικού μουσείου που χαρακτηρίζεται και ως «πολιτιστικό κέντρο» (Κολιόπουλος, 2005). στο μουσείο-πολιτιστικό κέντρο τα εκθέματα παρουσιάζονται με τρόπο προσιτό και οικείο και ο επισκέπτης δεν αισθάνεται τον φόβο τον οποίο ενδεχομένως να προκαλούσε το εξειδικευμένο, επιστημονικό αντικείμενο (ό.π.).

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗμΟΝΙΚΟ μουσειο: ΕΚθΕμΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ μηνυματοσ / 127 2.1 επιστημονικό μουσείο και επιστημονικό κέντρο τις τελευταίες δεκαετίες ο όρος «επιστημονικό μουσείο» χρησιμοποιείται συχνά ως εναλλακτικός του όρου «επιστημονικό κέντρο» 1. Όσον αφορά τη σχέση επιστημονικού κέντρου και επιστημονικού μουσείου διαφαίνονται δύο τάσεις. η πρώτη, διαχρονική προσέγγιση παρουσιάζει το επιστημονικό κέντρο ως τη σύγχρονη μετεξέλιξη του επιστημονικού μουσείου (Friedman, 1996). Θεωρείται μάλιστα ότι αυτό που υποδηλώνει ο όρος «επιστημονικό κέντρο» είναι η αλλαγή στόχευσης του μουσείου, οι νέοι τρόποι αντιμετώπισης και παρουσίασης του περιεχομένου και οι νέες μέθοδοι προσέγγισης του κοινού (Beetlestone, Johnson, Quin et al., 1998). στη διαχρονική προσέγγιση, το επιστημονικό μουσείο υπερτερεί όχι μόνο σε νοηματικό εύρος, αλλά και σε πολιτισμική ισχύ έναντι του επιστημονικού κέντρου, το οποίο θεωρείται αναλυτική υποκατηγορία του «επιστημονικού μουσείου», το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει διάφορους τύπους ιδρυμάτων που διαθέτουν αυθεντικές συλλογές και προβάλλουν την ιστορική ή πολιτισμική διάσταση της επιστήμης (μουσεία ιστορίας της επιστήμης, μουσεία φυσικής ιστορίας, συλλογές επιστημονικών οργάνων κ.ά.), αλλά και ένα ευρύ φάσμα οργανισμών αναψυχής και «δημιουργίας εμπειρίας» όπως πλανητάρια, οργανισμούς που διαθέτουν ζωντανά δείγματα ειδών, φυτών και ζώων, βοτανικούς και ζωολογικούς κήπους, ενυδρεία, εθνικούς δρυμούς. ακόμα, μπορεί να αναφέρεται σε μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς ή ιδρύματα που ασχολούνται με τη συντήρηση, έρευνα, εκπαίδευση, τεκμηρίωση και άλλες δραστηριότητες σε σχέση με μουσεία και τη μουσειολογία, πολιτιστικά κέντρα και άλλες οντότητες που διευκολύνουν τη διατήρηση, τη συνέχιση και τη διαχείριση υλικών ή άυλων πόρων κληρονομιάς (ζωντανή κληρονομιά και ψηφιακή δημιουργική δραστηριότητα) κ.ά. 2 η δεύτερη προσέγγιση εστιάζει στη συγχρονική συνύπαρξη του επιστημονικού μουσείου και του επιστημονικό κέντρου. οι διαφορές τους εντοπίζονται τόσο στη στόχευση και τη μεθοδολογία που ακολουθείται ως προς την προσέγγιση του κοινού, όσο και στον τρόπο παρουσίασης του περιεχομένου τους (Durant, 1991). Ωστόσο, και οι δύο αυτοί τύποι ιδρύματος θεωρείται ότι διαθέτουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά: είναι επισκέψιμα από το ευρύ κοινό, διαθέτουν εκθέματα που ενημερώνουν τον επισκέπτη για τις εξελίξεις στην επιστήμη, κάνουν χρήση διαδραστικών παρουσιάσεων και πειραμάτων προκειμένου να διευκολύνουν την εξερεύνηση ποικίλων φαινομένων. 3 1. οι όροι που σήμερα χρησιμοποιούνται στις στατιστικές του ευρωβαρόμετρου είναι «επιστημονικό μουσείο», «τεχνολογικό μουσείο» ή «επιστημονικό κέντρο», έναντι των όρων «επιστημονικό και τεχνολογικό μουσείο» που χρησιμοποιούνταν στις έρευνες του 2001 και του 2002. Πηγή: ειδικό ευρωβαρόμετρο 224, Europeans, Science and Technology, ιούνιος 2005. 2. Καταστατικό του ICOM (International Council of Museums), τροποποιημένο από την 20ή Γενική συνέλευση του ICOM, Βαρκελώνη, 6 ιουλίου 2001 (Μ.τ.σ.). 3. αυτό διαπιστώνεται από τον ορισμό των μελών του Association of Science-Technology Centers (αsτc), που διατυπώθηκε κατά τη διάρκεια συνεδρίου που διοργάνωσε στο λονδίνο (28 νοεμβρίου

128 / ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ: ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Μερικές από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ επιστημονικών κέντρων και μουσείων μπορούν να διακριθούν με βάση τους στόχους και τη λειτουργία τους: τα επιστημονικά κέντρα είναι προσανατολισμένα στο παρόν και σε περισσότερο θεωρητικά αντικείμενα και αναζητήσεις. αντίθετα, τα επιστημονικά μουσεία επιχειρούν να απαθανατίσουν ένα ένδοξο παρελθόν τεχνολογικών επιτευγμάτων. τα επιστημονικά κέντρα επιδιώκουν να διαφωτίσουν το κοινό και να ψυχαγωγήσουν μέσα από σύγχρονα συμμετοχικά εκθέματα, ενώ τα παραδοσιακά μουσεία δίνουν έμφαση στην παρουσίαση της επιστημονικής κληρονομιάς, μέσα από συλλογές αυθεντικών αντικειμένων κυρίως εφαρμοσμένου χαρακτήρα με εσωτερική «αξία» (Rennie & McClafferty, 1996). ένα επιστημονικό κέντρο αποτελείται από ανοικτούς χώρους όπου βρίσκεται μεγάλος αριθμός αυτόνομων, διαδραστικών εκθεμάτων, ενώ ένα επιστημονικό μουσείο αποτελείται από σχετικά οριοθετημένους χώρους που φιλοξενούν μικρό αριθμό μόνιμων ή περιοδικών εκθέσεων. ένα έκθεμα επιστημονικού κέντρου ενσωματώνει μια στοιχειώδη επιστημονική ή τεχνολογική αρχή και οι επισκέπτες ενθαρρύνονται να «παίξουν» με τον μηχανισμό αυτό, συνήθως με ελάχιστη καθοδήγηση από κείμενα ή άλλο μέσον, ώστε να ανακαλύψουν οι ίδιοι την αρχή αυτή. Μια έκθεση επιστημονικού μουσείου είναι μια αφήγηση σχετικά με ένα ολόκληρο πεδίο επιστήμης ή τεχνολογίας, η οποία εκτυλίσσεται με τη βοήθεια διαφορετικών αντικειμένων, διαδραστικών εργαλείων, υποτίτλων και οπτικοακουστικών και ηλεκτρονικών μέσων (Durant, 1992). στο επιστημονικό κέντρο, ο προβληματισμός στρέφεται γύρω από θέματα όπως οι ιδεολογίες γύρω από τις χρήσεις των εκθεμάτων και οι κατάλληλες μέθοδοι για τη λειτουργία των εκθεμάτων, στη βάση υποθέσεων για τη φύση της γνώσης και του ρόλου της αυθεντίας. αναπτύσσονται δραστηριότητες επιμόρφωσης εκπαιδευτικών μέσα από ειδικά προγράμματα προετοιμασίας των σχολικών επισκέψεων και εξοικείωσης με τα θέματα του μουσείου και εμβάθυνσης σε αυτά (Κολιόπουλος, 2005). Βασικές διαφορές επιστημονικού μουσείου και επιστημονικού κέντρου επιστημονικό μουσείο Προσανατολισμός στο παρελθόν συλλογές με εφαρμοσμένο χαρακτήρα Παρουσίαση θεμάτων ανά παραδοσιακό επιστημονικό πεδίο επιστημονικό κέντρο Προσανατολισμός στο παρόν εστίαση σε περισσότερο θεωρητικά αντικείμενα διεπιστημονικές παρουσιάσεις γύρω από συγκεκριμένο θέμα (π.χ. τηλεπικοινωνίες, διάστημα, φως κ.ά.) ή επιλογές καθημερινής θεματολογίας 2000) ο βρετανικός φιλανθρωπικός οργανισμός Wellcome Trust, ο οποίος δραστηριοποιείται μεταξύ άλλων στον τομέα της διάχυσης επιστήμης και τεχνολογίας.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗμΟΝΙΚΟ μουσειο: ΕΚθΕμΑ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ μηνυματοσ / 129 εστίαση στην παρουσίαση τεχνολογικών επιτευγμάτων οριοθετημένοι χώροι, με μικρό αριθμό μόνιμων ή περιοδικών εκθέσεων τα εκθέματα στοιχειοθετούν μια αφήγηση σε ένα πεδίο επιστήμης ή τεχνολογίας Μονοδιάστατη, «αντικειμενική» παρουσίαση του θέματος εστίαση σε θέματα ενδιαφέροντος του κοινού ανοικτοί χώροι με μεγάλο αριθμό αυτόνομων, διαδραστικών εκθεμάτων Κυριαρχία του υποκειμένου και της εμπειρίας που βιώνεται στο μουσείο «Πολυφωνική» παρουσίαση των αντικειμένων, ανοικτή σε ερμηνεία από διαφορετικές ομάδες κοινού τα τελευταία χρόνια διαφαίνεται μια τάση προσέγγισης επιστημονικών μουσείων και κέντρων, ενώ ο ρόλος των δύο τύπων ιδρυμάτων θεωρείται συμπληρωματικός (Durant, 1992): τα «παραδοσιακά» επιστημονικά μουσεία εισάγουν επίκαιρη θεματολογία, σε σύνδεση με την καθημερινή ζωή, το κοινωνικό συγκείμενο και τον ίδιο τον πολίτη (Pedretti, 2004). η παρουσίαση θεμάτων ανά παραδοσιακό επιστημονικό πεδίο τείνει να αντικαθίσταται από διεπιστημονικές παρουσιάσεις που στρέφονται γύρω από συγκεκριμένο θέμα (π.χ. τηλεπικοινωνίες, διάστημα, το φως κ.ά.). εμφανίζεται αυξανόμενο ενδιαφέρον για την άμεση («hands-on») επαφή του επισκέπτη με το έκθεμα και για τον διαδραστικό χαρακτήρα. ταυτόχρονα, τα επιστημονικά κέντρα αναγνωρίζουν τη σημασία της ιστορικής διάστασης της επιστήμης, των συλλογών αυθεντικών αντικειμένων, ή των εκθεμάτων που προέρχονται από τον έμβιο κόσμο, στοιχεία που χαρακτήριζαν μέχρι πρότινος το παραδοσιακό επιστημονικό μουσείο. τόσο το επιστημονικό μουσείο, όσο και το επιστημονικό κέντρο έχουν κατά καιρούς δεχτεί οξεία κριτική. το επιστημονικό μουσείο έχει δεχτεί κριτική γιατί παρουσιάζει μια μονόδρομη ιστορία επιτυχίας της χειραγώγησης της φύσης από τον Άνθρωπο, σε μια βέβαιη και συνεχή πορεία. επιχειρεί να μεταφέρει γνώσεις για τη φύση, ή για έναν τομέα επιστήμης ή τεχνολογίας στη μακρά ιστορική του εξέλιξη, τόσο συνοπτικά, που παραμελούνται οι αρχές και διαδικασίες της επιστήμης υπέρ της εξύμνησης των χειροπιαστών (συνήθως τεχνολογικών) επιτευγμάτων, ενώ το τελικό μήνυμα είναι κατανοητό μόνο στον ήδη εξοικειωμένο επισκέπτη (Durant, 1992). Έτσι, αγνοείται ο ανοικτός χαρακτήρας της επιστημονικής διαδικασίας, η μέθοδος της δοκιμής και πλάνης που συχνά εφαρμόζεται στην επιστημονική έρευνα, ενώ δεν παρέχονται επαρκείς ευκαιρίες επικοινωνίας του μουσείου με το κοινό (Tucci, 2001). το επιστημονικό κέντρο έχει επίσης δεχτεί κριτική διότι θεωρείται ότι, ενώ επιχειρεί να μεταφέρει το πνεύμα της επιστημονικής αναζήτησης και της εντρύφησης σε βασικές επιστημονικές αρχές, παρουσιάζει μια διασπασμένη και αποσπασματική εικόνα της επιστήμης, καθώς τοποθετεί τα εκθέματα σε θεματικές συστοιχίες (Bradburne, 1998 Persson, 2000). σύμφωνα με τον G. Farmelo, τα εκθέματα του επιστημονικού κέντρου δεν απεικονίζουν τις πραγματικές προτεραιότητες της επιστημονικής έρευνας (Persson, 2000). Tο επιστημονικό κέντρο έχει σε ορισμένες περιπτώσεις δεχτεί πυρά για άκριτη παρουσίαση

130 / ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ: ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ των «επιτευγμάτων» της επιστήμης και της τεχνολογίας, παρά την καταστροφή που ενδεχομένως προκαλούν στο περιβάλλον ή στην κοινωνική δομή. σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, τα ιδρύματα αυτού του τύπου παρέχουν έναν συνδυασμό εκπαιδευτικού ερεθίσματος και διασκέδασης («edutainment»), που προωθεί μια επιφανειακή, αναντίρρητη αποδοχή της πληροφορίας (Medved & Oatley, 2000). οι εκπαιδευτικοί στόχοι των επιστημονικών κέντρων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα ή παραμερίζονται, καθώς πρωτεύοντα ρόλο διαδραματίζει η ψυχαγωγία του κοινού (Rennie & McClafferty, 1996). τέλος, κατ άλλους τα εκθέματα δεν θα έπρεπε να απομυθοποιούν τον «μαγικό» και «αξιοθαύμαστο» χαρακτήρα της επιστήμης ή των επιστημών (Friedman, 1996). σε κάθε περίπτωση, και οι δύο τύποι ιδρυμάτων έχουν επικριθεί γιατί παρουσιάζουν την επιστήμη ως ένα συμπαγές σώμα γνώσης και πρακτικής, πέραν πάσης αμφιβολίας ή αμφισβήτησης, αποκομμένη από την κοινωνική πραγματικότητα. Και στους δύο τύπους ιδρυμάτων η επιστήμη αναδύεται εν τη απουσία τόσο των παραγωγών των παρουσιαζόμενων επιτευγμάτων, δηλαδή των ίδιων των επιστημόνων, όσο και του ευρύτερου πολιτισμικού πλαισίου όπου οι επιστήμονες παράγουν το έργο τους. ακόμη και όταν οι επιστήμονες αποκτούν υπόσταση, παρουσιάζονται ως μοναχικές μεγαλοφυΐες (Durant, 1992). σημειώνεται ότι ο διαχωρισμός επιστημονικού μουσείου και επιστημονικού κέντρου δεν ακολουθείται στη συνέχεια του Κεφαλαίου, αλλά περιορίζεται στους αναλυτικούς σκοπούς της παρούσας ενότητας, προκειμένου να γίνει σαφέστερη η διαφορετική συγκρότηση της ταυτότητας των δύο τύπων ιδρύματος.

ÂÏ 1 μ ÛÈÎ fiıÂÛË ÂÚÁ Û ÙÔ Û ÓÔÏÈÎÔ ÂÁ ÂÈÚ Ì ÙÔ ÔÙÂÏÂ Ë ÓÙ ÏË Ë fiÙÈ Ë Ó Û ÁÎÚfiÙËÛË ÙˆÓ Ú ÎÙÈÎÒÓ Ô Â Ó È ÂÓÛˆÌ ÙˆÌ Ó ÛÙ È ÁˆÁÈÎ Ì Û, ÙÈ ÂÎ È Â ÙÈÎ È ÈÎ Û Â Î È Ù Î ÓÔÓÈÛÙÈΠΠÌÂÓ ÚÔ Ôı ÙÂÈ ÙËÓ ÚÍË ÌÈ ıâˆúëùèî ıâìâïèˆì ÓË Î È ÂÌ ÂÈÚÈÎ Â ÂÍÂÚÁ ÛÌ ÓË «ÁÏÒÛÛ ÂÚÈÁÚ Ê». Û ÛÙËÌ ÙÈÎ ÂÚÈÁÚ Ê ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ Ú ÎÙÈÎÒÓ, Ô Ë ÁÏÒÛÛ Ù Â ÈÙÚ ÂÈ, Ú ÂÈ ÙË Ó ÙfiÙËÙ ÁÈ ÙËÓ ÔÎ Ï Ë ÙˆÓ ÂÛˆÙÂÚÈÎÒÓ ÓÙÈÊ ÛÂˆÓ Î È Ô ÂÈÎÓ ÂÈ Ù ÛËÌ ÓËÙÈÎÒÓ ÚÂÌ ÛÂˆÓ ÛÙÔ Â Â Ô ÙË ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ, ÚÔ ÙËÓ Î Ù ı ÓÛË ÔÙÂÏÂÛÌ ÙÈÎÒÓ Î È ÈÔ Î ÈˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ È ıâù ÛˆÓ. μ Û ÏË Ô Ï Â Ó È ıëáëù È ÁˆÁÈÎ ÛÙÔ ΔÌ Ì ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ Î È ÂÓÈÎfi Ú ÌÌ Ù ÙÔ À Ô ÚÁÂ Ô È Â, È μ Ô ª ıëûë Î È ÚËÛÎÂ Ì ÙˆÓ. fi ÙÈ ÂÎ fiÛÂÈ ªÂÙ ÌÈÔ Î ÎÏÔÊÔÚÔ Ó Â ÛË Ô Û ÏÏÔÁÈÎÔ ÙfiÌÔÈ ÛÙÔ Ô Ô Ô Û ÌÌÂÙ Â: Δ Î ÌÂÓ ÙË Δ ÓÔ- ÈÛÙ ÌË ÛÙÔÓ ËÌfiÛÈÔ ÒÚÔ (2002), ΔÔ Ú ÁÌ ÙÈÎfi Î È ÙÔ ÎÂÎÙËÌ ÓÔ. ΔÔ Ó ÈÛÙ ÌÈÔ Û ÌÂÙ ÛË (2006). ÕÓÓ ΔÛ ÙÛ ÚÒÓË Â Ó È ıëá ÙÚÈ ÛÙÔ ΔÌ Ì ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ. ΔÔ ÂÚ ÓËÙÈÎfi ÙË ÚÁÔ ÂÓÙ ÛÛÂÙ È ÛÙËÓ ÎÔÈÓˆÓÈÔÏÔÁ ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ ÁÓÒÛˆÓ. ΔÔ Û ÁÁÚ ÊÈÎfi ÙË ÚÁÔ ÂÚÈÏ Ì ÓÂÈ ÂÚÈÛÛfiÙÂÚ fi 80 ËÌÔÛÈ ÛÂÈ, ÔÈ 44 ÂÎ ÙˆÓ Ô Ô ˆÓ ÈÂıÓÂ. ISBN 978-960-455-993-0 μ. ø. ª Ã/ π Δ ª Δ ø KOINø π π πδπ Δ π À 4993 μ π À, Δ Δ ƒø  ÈÌ ÏÂÈ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ΔÔ È Ï Ô Ùfi, ÚÔ fiÓ Ì ÎÚfi ÚÔÓË ÂÚ ÓËÙÈÎ Ú ÛÙËÚÈfiÙËÙ ÙË ªÔÓ ŒÚÂ Ó Î È ΔÂÎÌËÚ ˆÛË ÁÈ ÙËÓ Ó Ï ÛË, ÙÔÓ Â È ÛÌfi Î È ÙËÓ Ê ÚÌÔÁ Î È Â ÙÈÎÒÓ ÚÔÁÚ ÌÌ ÙˆÓ ÙÔ ΔÌ Ì ÙÔ ÔÈÓˆÓÈÎ Î È Î È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ ÙÔ Ó ÈÛÙËÌ Ô ÂÏÔ ÔÓÓ ÛÔ, Ó Ï ÂÈ ÙÈ Ú ÎÙÈÎ, Û ٠ÈÎÔ Î È ÌË Ù ÈÎÔ ÂÎ È Â ÙÈÎÔ ıâûìô, ÔÈ Ô Ô Â ÂÓÛˆÌ ÙÒÓÔ Ó È ÁˆÁÈÎÔ ÏfiÁÔ Î È Î Ù Û Ó ÂÈ ÚÔ ÏÏÔ Ó Û ÁÎÂÎÚÈÌ Ó ÌÔÚÊ È ÁˆÁÈÎ Ù ÙfiÙËÙ. ΔÔ È Ï Ô ÚÙ ÂÙ È fi ÍÈ ÎÂÊ Ï È ÌÂ Ó ÊÔÚ Û ٠ÛÛÂÚ ÛÈÎ Â ÂÌ ÂÈÚÈÎ ÈÂÚ ÓËÛË : ÛÙÔ Û ÔÏ Ô, Ù È ÎÙÈÎ È Ï, ÙÔ ÌÔ ÛÂ Ô Î È ÙËÓ Ú ÈÎ ÂÎ Â ÛË ÙˆÓ ÂÎ È Â ÙÈÎÒÓ. È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ 13:46 ( ÈÌ ÏÂÈ ) 01-04-11 μ π À Δ Δ ƒø 1224_010KP_cover È ÁˆÁÈÎ Ú ÎÙÈÎ ŒÚÂ Ó Î È ÂÎ È Â ÙÈÎ ÔÏÈÙÈÎ